Η μόνιμη παράκαμψη του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) με την τοποθέτηση βαλβίδας γίνεται όταν κλινικά και απεικονιστικά υπάρχει υδροκεφαλία ή ενδοκράνιος υπέρταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο.
Το σύστημα της βαλβίδας αποτελείται από τρία μέρη:
- Το πρώτο είναι ο κεντρικός καθετήρας που εισέρχεται στις κοιλίες του εγκεφάλου διά μιας μικρής οπής (κρανιοανάτρησης). Από τις κοιλίες του εγκεφάλου παροχετεύει το ΕΝΥ. Καθώς εξέρχεται από το κρανίο ακολουθεί πορεία κάτω από το δέρμα.
- Το δεύτερο είναι ο βαλβιδικός μηχανισμός, μία σύνθετη κατασκευή μεγέθους λίγων εκατοστών, που επιτρέπει τη ροή εφόσον η πίεση υπερβεί μία προκαθορισμένη τιμή. Οι σύγχρονες βαλβίδες έχουν την δυνατότητα επιλογής μεταξύ ενός εύρους πιέσεων, ώστε να μην υπάρχουν συμπτώματα υποπαροχέτευσης ή υπερπαροχέτευσης. Αν και η βαλβίδα είναι εμφυτευμένη κάτω από το δέρμα, ρυθμίζεται πολύ εύκολα με τη βοήθεια ενός εξωτερικού μαγνήτη.
- Το τρίτο μέρος είναι ο περιφερικός καθετήρας που διοχετεύει το ΕΝΥ στην περιτοναϊκή κοιλότητα, δηλαδή στο χώρο μεταξύ των σπλάχνων της κοιλιάς που έχει τεράστια δυνατότητα απορρόφησης υγρών. Από την περιτοναϊκή κοιλότητα το ΕΝΥ γυρίζει πίσω στην φλεβική κυκλοφορία διατηρώντας την ομοιόσταση του οργανισμού.
Στην περίπτωση της κοιλιοπεριτοναϊκής βαλβίδας ο περιφερικός καθετήρας τοποθετείται στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο περιφερικός καθετήρας δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην κοιλιά οπότε χρησιμοποιείται εναλλακτικά η άνω κοίλη φλέβα και ο καθετήρας φτάνει σχεδόν μέχρι το όριο της καρδιάς, οπότε λέγεται κοιλιοκολπική βαλβίδα. Άλλη εναλλακτική θέση είναι η υπεζωκοτική κοιλότητα, δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στις πλευρές και τον πνεύμονα, που όμως έχει και τα περισσότερα μειονεκτήματα.
Μία πολύ συνηθισμένη πρακτική είναι η τοποθέτηση οσφυοπεριτοναϊκής βαλβίδας, ειδικά στις περιπτώσεις ιδιοπαθούς ενδοκρανίου υπερτάσεως. Ο λόγος είναι ότι στην ιδιοπαθή ενδοκράνιο υπέρταση οι κοιλίες έχουν φυσιολογικό μέγεθος, που σε ένα νέο άτομο σημαίνει είτε αδυναμία στόχευσης του κοιλιακού συστήματος είτε αδυναμία εισχώρησης του καθετήρα και αποτελεσματικής παροχέτευσης. Οι οσφυοπεριτοναϊκες βαλβίδες έχουν επιπλέον παρενέργειες σε σχέση με τις κοιλιοπεριτοναϊκές και με την έλευση της νευροπλοήγησης η χρήση τους γενικά περιορίζεται, αν και κάποιες φορές είναι αναγκαία.